- θυρίς
θυρίς, ίδος, ἡ, dim. von ϑύρα, kleine Thüröffnung, bes. Fenster; ἵππον χαλκοῦν ϑυρίδας ἔχοντα Plat. Rep. II, 359 d; ἐξάψας διὰ τῆς ϑυρίδος τὸ καλώδιον Ar. Vesp. 379; κἂν ἐκ ϑυρίδος παρακύπτωμεν, aus dem Fenster sehen, Thesm. 797; τὸ φῶς διὰ τᾶς ϑυρίδος οὐκ εἰςορῇς; p. bei Ath. XV, 697 c; Sp., Plut. Qu. Rom. 36; in der Anth. ὑψίλοφος, Asclpds. 15 (V, 153), εὔτρητοι, Philodem. 7 (V, 123), öfter; – μέλιτος, Bienenzellen, Arist. H. A. 9, 28; B. A. 100 wird ϑυρίδα τῆς πινακίδος τὴν πτύχα erkl., kleine Tafel, vgl. Ath. XII, 521 f.
http://www.zeno.org/Pape-1880.