- θυρίδιον
θυρίδιον, τό, dim. von ϑυρίς, v. l. Ar. Nubb. 93.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
θυρίδιον, τό, dim. von ϑυρίς, v. l. Ar. Nubb. 93.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
θυρίδιον — neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θυριδίου — θυρίδιον neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θυριδίῳ — θυρίδιον neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θυρίδια — θυρίδιον neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θυρίδιο — το (Μ θυρίδιον) μικρή θύρα νεοελλ. ναυτ. μικρή τετράγωνη δίοδος διά μέσου τών καθεκτών, η τρύπα τού κουθουσιού μσν. 1. η πύλη τού αγίου βήματος 2. είσοδος, έμπασμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < θύρα + υποκορ. κατάλ. ίδιον (πρβλ. μαχαιρ ίδιον, χοιρ ίδιον)] … Dictionary of Greek