θυραῖος

θυραῖος

θυραῖος, auch 2 Endgn, zur Thür gehörig, außen an der Thür stehend, Aesch. Ag. 1025, draußen befindlich; μέμνησ' Ὀρέστου κεἰ ϑυραῖός ἐσϑ' ὅμως Ch. 113; ϑυραῖος ἔστω πόλεμος, außer Landes, Eum. 826; τὸν ϑυραῖον ὄλβον εἰςορῶν στένει, fremdes Glück, Ag. 811; μὴ δοκεῖ μ' ἂν ϑυραῖον οἰχνεῖν, hinausgehen, Soph. El. 305; στίβος, Ggstz von ἔναυλος, Phil. 158; vgl. Tr. 592. 780; ϑυραῖος ἐλϑὼν δόμους Eur. Ion 702; πρὸς ἄνδρας ϑυραίους Hipp. 409; πῆμα Alc. 781. 817; φρονήματα Hipp. 394; einzeln bei Sp. – Nach VLL. ist ἡ ϑυραία die Thüröffnung, worin keine Thür angebracht ist.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • θυραίος — θυραῑος, ον, θηλ. και θυραία, και αιολ. τ. θύραος (ΑΜ) [θύρα] αυτός που βρίσκεται έξω από τη χώρα, ο εξωτερικός αρχ. 1. αυτός που βρίσκεται στη θύρα ή έξω από τη θύρα 2. αυτός που απουσιάζει, που δεν βρίσκεται στο σπίτι 3. αυτός που προέρχεται… …   Dictionary of Greek

  • θυραῖος — at the door masc nom sg θυραῖος at the door masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θυραῖον — θυραῖος at the door masc acc sg θυραῖος at the door neut nom/voc/acc sg θυραῖος at the door masc/fem acc sg θυραῖος at the door neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θυραῖα — θυραῖος at the door neut nom/voc/acc pl θυραῖος at the door neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θυραῖοι — θυραῖος at the door masc nom/voc pl θυραῖος at the door masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θυραῖαι — θυραῖος at the door fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θυραίω — θυραί̱ω , θυραῖος at the door masc/neut nom/voc/acc dual θυραί̱ω , θυραῖος at the door masc/neut gen sg (doric aeolic) θυραί̱ω , θυραῖος at the door masc/fem/neut nom/voc/acc dual θυραί̱ω , θυραῖος at the door masc/fem/neut gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θυραίων — θυραί̱ων , θυραῖος at the door fem gen pl θυραί̱ων , θυραῖος at the door masc/neut gen pl θυραί̱ων , θυραῖος at the door masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θυραία — θυραίᾱ , θυραία at the door fem nom/voc/acc dual θυραίᾱ , θυραία at the door fem nom/voc sg (attic doric aeolic) θυραί̱ᾱ , θυραῖος at the door fem nom/voc/acc dual θυραί̱ᾱ , θυραῖος at the door fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θυραίας — θυραίᾱς , θυραία at the door fem acc pl θυραίᾱς , θυραία at the door fem gen sg (attic doric aeolic) θυραί̱ᾱς , θυραῖος at the door fem acc pl θυραί̱ᾱς , θυραῖος at the door fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θυραίοις — θυραί̱οις , θυραῖος at the door masc/neut dat pl θυραί̱οις , θυραῖος at the door masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”