θυραίος — θυραῑος, ον, θηλ. και θυραία, και αιολ. τ. θύραος (ΑΜ) [θύρα] αυτός που βρίσκεται έξω από τη χώρα, ο εξωτερικός αρχ. 1. αυτός που βρίσκεται στη θύρα ή έξω από τη θύρα 2. αυτός που απουσιάζει, που δεν βρίσκεται στο σπίτι 3. αυτός που προέρχεται… … Dictionary of Greek
θυραῖος — at the door masc nom sg θυραῖος at the door masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θυραῖον — θυραῖος at the door masc acc sg θυραῖος at the door neut nom/voc/acc sg θυραῖος at the door masc/fem acc sg θυραῖος at the door neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θυραῖα — θυραῖος at the door neut nom/voc/acc pl θυραῖος at the door neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θυραῖοι — θυραῖος at the door masc nom/voc pl θυραῖος at the door masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θυραῖαι — θυραῖος at the door fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θυραίω — θυραί̱ω , θυραῖος at the door masc/neut nom/voc/acc dual θυραί̱ω , θυραῖος at the door masc/neut gen sg (doric aeolic) θυραί̱ω , θυραῖος at the door masc/fem/neut nom/voc/acc dual θυραί̱ω , θυραῖος at the door masc/fem/neut gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θυραίων — θυραί̱ων , θυραῖος at the door fem gen pl θυραί̱ων , θυραῖος at the door masc/neut gen pl θυραί̱ων , θυραῖος at the door masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θυραία — θυραίᾱ , θυραία at the door fem nom/voc/acc dual θυραίᾱ , θυραία at the door fem nom/voc sg (attic doric aeolic) θυραί̱ᾱ , θυραῖος at the door fem nom/voc/acc dual θυραί̱ᾱ , θυραῖος at the door fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θυραίας — θυραίᾱς , θυραία at the door fem acc pl θυραίᾱς , θυραία at the door fem gen sg (attic doric aeolic) θυραί̱ᾱς , θυραῖος at the door fem acc pl θυραί̱ᾱς , θυραῖος at the door fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θυραίοις — θυραί̱οις , θυραῖος at the door masc/neut dat pl θυραί̱οις , θυραῖος at the door masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)