λυπρός

λυπρός

λυπρός, eigtl. = λυπηρός, betrübend, kränkend, τὸ τούτων λυπρὸν ἐξελεῖν χϑονός, Eur. Suppl. 38. – Vom Boden, unergiebig, unfruchtbar, armselig, Od. 13, 243, Her. 9, 122, Arist. H. A. 5, 28; χώρα, Pol. 13, 9, 1, u. a. Sp. – Uebh. elend, bitter, traurig; ὀργαί, Aesch. Ch. 822; τινί, Eum. 166; χρόνος, ἡμέρα, Eur. Herc. Fur. 94 Hec. 364; πένϑος, Alc. 371, öfter; auch im adv., λυπρῶς φέρειν, Suppl. 898, einzeln bei Sp.; λυπρὰ καὶ μὴ πρέποντα πάσχειν, Plut. Pel. 28, λυπρῶς πράττειν, Dion. 58.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • λυπρός — λυπρός, ά, όν (AM) 1. (ιδίως για τη γη) άγονος, άφορος, άκαρπος 2. ευτελής, πενιχρός αρχ. 1. φτωχός, ελεεινός, άθλιος 2. (για φυτό) ισχνός, αδύνατος, μη θαλερός 3. (για τροφή) αυτός που δεν έχει αρκετές θρεπτικές ουσίες, φτωχικός 4. (για πρόσ.)… …   Dictionary of Greek

  • λυπρός — distressful masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λυπρά — λυπρός distressful neut nom/voc/acc pl λυπρά̱ , λυπρός distressful fem nom/voc/acc dual λυπρά̱ , λυπρός distressful fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λυπρότερον — λυπρός distressful adverbial comp λυπρός distressful masc acc comp sg λυπρός distressful neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λυπρῶν — λυπρός distressful fem gen pl λυπρός distressful masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λυπρόν — λυπρός distressful masc acc sg λυπρός distressful neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λυπρότατον — λυπρός distressful masc acc superl sg λυπρός distressful neut nom/voc/acc superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λυπραῖς — λυπρός distressful fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λυπραί — λυπρός distressful fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λυπροτάτην — λυπρός distressful fem acc superl sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λυπροτάτου — λυπρός distressful masc/neut gen superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”