- λυπρότης
λυπρότης, ητος, ἡ, die Armseligkeit, bes. die magere Beschaffenheit des Bodens, Strab. oft.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
λυπρότης, ητος, ἡ, die Armseligkeit, bes. die magere Beschaffenheit des Bodens, Strab. oft.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
λυπρότης — λυπρότης, ητος, ἡ (Α) [λυπρός] 1. αθλιότητα, φτώχεια, πενιχρότητα 2. (για τη γη) αγονία, αφορία … Dictionary of Greek
λυπρότης — wretchedness fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λυπρότητα — λυπρότης wretchedness fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λυπρότητος — λυπρότης wretchedness fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)