θρᾱνῑτικός

θρᾱνῑτικός

θρᾱνῑτικός, zu einem ϑρανίτης gehörig, z. B. κῶπαι, die Ruder, Ath. V, 203 f, wo ihre Länge auf 38 πήχεις angegeben wird.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • θρανιτικός — θρανιτικός, ή, όν (Α) [θρανίτης] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον θρανίτη* …   Dictionary of Greek

  • θρανιτικάς — θρανιτικά̱ς , θρανιτικός of a fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”