- θρᾱνίον
θρᾱνίον, τό, dim. von ϑρᾶνος, ein Stühlchen, Bänkchen, VLL.; Ar. Ran. 121 ἀπὸ κάλω καὶ ϑρανίου, Strick u. Schemel, wie es beim Hängen gebraucht wird; Ael. N. A. 16, 33. – Nach Poll. 1, 94 auch = Ruderbank.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
θρᾱνίον, τό, dim. von ϑρᾶνος, ein Stühlchen, Bänkchen, VLL.; Ar. Ran. 121 ἀπὸ κάλω καὶ ϑρανίου, Strick u. Schemel, wie es beim Hängen gebraucht wird; Ael. N. A. 16, 33. – Nach Poll. 1, 94 auch = Ruderbank.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
θρανίον — θρᾱνίον , θρᾶνος bench neut nom/voc/acc sg θρανίον the rower s bench neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θρανίδιον — θρανίδιον, τὸ (Α) [θρανίον] μικρό θρανίο, κάθισμα … Dictionary of Greek
θρανίο — το (ΑΜ θρανίον) [θρόνος] το κάθισμα τών κωπηλατών τής λέμβου, ο πάγκος νεοελλ. 1. μεταλλικό ή ξύλινο και με ερεισίνωτο, συνήθως, κάθισμα για δύο ή περισσότερα άτομα 2. το ειδικό κάθισμα τών μαθητών ή τών σπουδαστών («σχολικό θρανίο») 3. ειδικό… … Dictionary of Greek
θρόνος — Υψηλό κάθισμα με βραχίονες, ερεισίνωτο και υποπόδιο· μεταφορικά, το αξίωμα των βασιλιάδων και των αρχιερέων, καθώς και η εξουσία ή και η περιφέρεια στην οποία ασκείται η εξουσία επισκόπου. Από τους αρχαίους χρόνους ο θ. αποτελούσε τιμητικό… … Dictionary of Greek
σκόλοφρον — Α (κατά τον Ησύχ.) «θρανίον». [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < σκόλοψ κατά το δίφρος] … Dictionary of Greek
θρανία — θρᾱνία , θρᾶνος bench neut nom/voc/acc pl θρανίᾱ , θρανίας masc nom/voc/acc dual θρανίας masc voc sg θρανίᾱ , θρανίας masc voc sg (attic) θρανίᾱ , θρανίας masc gen sg (doric aeolic) θρανίας masc nom sg (epic) θρανίον the rower s bench neut… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θρανίου — θρᾱνίου , θρᾶνος bench neut gen sg θρανίας masc gen sg θρανίον the rower s bench neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)