θρᾱνίδιον, τό, dim. vom Folgdn, kleiner Stuhl, Bänkchen, Poll. 10, 47 aus Ar.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
θρανίδιον — θρανίδιον, τὸ (Α) [θρανίον] μικρό θρανίο, κάθισμα … Dictionary of Greek
θρανίδιον — neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θρανίδια — θρανίδιον neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)