θρᾱνίτης

θρᾱνίτης

θρᾱνίτης, , der Ruderer auf der obersten der drei Ruderbänke (ϑρᾶνος); λεώς Ar. Ach. 162; sie hatten die schwerste Arbeit mit den längsten Rudern (vgl. ζευγίτης u. ϑαλαμίτης) u. bekamen daher außer ihrem Solde von den Trierarchen noch Geschenke, Thuc. 6, 31; σκαλμός, die oberste Ruderreihe, Pol. 16, 3, 4.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • θρανίτης — θρανίτης, ό, θηλ. θρανῑτις (Α) [θράνος] 1. κωπηλάτης τριήρους στην ανώτατη από τις τρεις σειρές κωπηλατών 2. ως επίθ. αυτός που αναφέρεται στην ανώτατη σειρά τών θρανίων 3. φρ. «θρανῑτις κώπη» το κουπί τού κωπηλάτη τής ανώτατης σειράς τής… …   Dictionary of Greek

  • θρανίτης — θρᾱνί̱της , θρανίτης rower on the topmost of the three benches masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θρανίτας — θρᾱνί̱τᾱς , θρανίτης rower on the topmost of the three benches masc acc pl θρᾱνί̱τᾱς , θρανίτης rower on the topmost of the three benches masc nom sg (epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Olympias (trireme) — Olympias Career (Greece) …   Wikipedia

  • -ίτης — (ΑΜ ίτης) κατάλ. μεγάλου αριθμού αρσ. ουσ. τής Ελληνικής, η οποία σχηματίστηκε από τη σύναψη τού επιθήματος της με το ληκτικό στοιχείο ι , θέματος ορισμένων λέξεων (πρβλ. πολ ίτης), απ όπου επεκτάθηκε, αργότερα, και σε άλλα θέματα (πρβλ. ζευγ… …   Dictionary of Greek

  • επισφελίτης — ἐπισφελίτης, ὁ (Α) (κατά τον Ησύχ.) «ὁ θρανίτης σφέλας γὰρ τὸ ταπεινὸν διφρίον, τὸ ὑποπόδιον τοιοῡτος δὲ καὶ ὁ θρᾱνος, ἔχει δὲ τὴν ἄνω ἕδραν» …   Dictionary of Greek

  • θράνος — θρᾱνος, ὁ (Α) 1. κάθισμα, εδώλιο 2. κάθισμα αποπάτου 3. ξύλινο δοκάρι 4. φρ. «ὁ θράνος τοῡ νεώ» η τοιχοποιία της κορυφής τού ναού. [ΕΤΥΜΟΛ. < ΙΕ ρίζα *dhreә2 «κρατώ, στηρίζω» + επίθημα νο , νυ (για τον παράλληλο τ. θρῆνυς). Συνδέεται με τον… …   Dictionary of Greek

  • θρανιτικός — θρανιτικός, ή, όν (Α) [θρανίτης] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον θρανίτη* …   Dictionary of Greek

  • σκαλμός — (I) ο, ΝΜΑ, και σκαρμός, Ν ναυτ. μικρή κυλινδρική ράβδος από ξύλο ή μέταλλο, στερεωμένη κατακόρυφα στην κουπαστή βάρκας, στο ελεύθερο άνω άκρο τής οποίας προσδένεται με τροπωτήρα το κουπί νεοελλ. 1. ζωολ. κοινή ονομασία τού ψαριού Synodus saurus… …   Dictionary of Greek

  • υποστένω — Α 1. στενάζω ήρεμα 2. γογγύζω («ὑποστένοι μεντἂν ὁ θρανίτης λεώς», Αριστοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + στένω «στενάζω»] …   Dictionary of Greek

  • θρανιτῶν — θρᾱνῑτῶν , θρανίτης rower on the topmost of the three benches masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”