θρᾱνεύω

θρᾱνεύω

θρᾱνεύω, über die Gerberbank spannen, gerben, ἡ βύρσα σου ϑρανεύσεται Ar. Equ. 369; VLL. erkl. συντρίβομαι, συγκόπτομαι.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • θρανεύω — (Α) [θρόνος] (για δέρμα) τεντώνω, απλώνω επάνω σε βυρσοδεψικό θράνο* για κατεργασία …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”