- θρᾱνῖτις
θρᾱνῖτις, ιδος, ἡ, fem. zum Vorigen, z. B. κῶπαι, die längsten auf der Triere, Böckh's Att. Seew., E. M. 454, 12.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
θρᾱνῖτις, ιδος, ἡ, fem. zum Vorigen, z. B. κῶπαι, die längsten auf der Triere, Böckh's Att. Seew., E. M. 454, 12.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
θρανίτης — θρανίτης, ό, θηλ. θρανῑτις (Α) [θράνος] 1. κωπηλάτης τριήρους στην ανώτατη από τις τρεις σειρές κωπηλατών 2. ως επίθ. αυτός που αναφέρεται στην ανώτατη σειρά τών θρανίων 3. φρ. «θρανῑτις κώπη» το κουπί τού κωπηλάτη τής ανώτατης σειράς τής… … Dictionary of Greek
-ίτιδα — (ΑΜ ῑτις) κατάλ. θηλ. ουσ. τής Ελληνικής, επαυξημένη μορφή τής κατάλ. τις ( ι τις), που σχηματίστηκε κατά την κατάλ. αρσενικών ίτης*. Τα ουσ. σε ιτις στην Αρχαία Ελληνική δεν χρησιμοποιούνταν μόνο ως θηλ. αντίστοιχων αρσενικών σε ίτης (πρβλ.… … Dictionary of Greek