- θρασύ-γυιος
θρασύ-γυιος, νίκα Pind. P. 8, 39, starkgliedrig, d. i. des starken Mannes.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
θρασύ-γυιος, νίκα Pind. P. 8, 39, starkgliedrig, d. i. des starken Mannes.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
θρασύγυιος — θρασύγυιος, ον (Α) (για αθλητή) αυτός που έχει δυνατά μέλη. [ΕΤΥΜΟΛ. < θρασυ * + γυιος < γυῖον «μέλος τού σώματος» (πρβλ. βαρύ γυιος, εύ γυιος)] … Dictionary of Greek
νεόγυιος — νεόγυιος, ον (Α) αυτός που έχει νεανικά μέλη, ο νέος. [ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο) * + γυιος (< γυῖον «μέλος τού σώματος»), πρβλ. βαρύ γυιος, θρασύ γυιος] … Dictionary of Greek