θρασύ-γλωττος

θρασύ-γλωττος

θρασύ-γλωττος, keckzüngig, Sp.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • θρασύγλωττος — θρασύγλωττος, ον (Α) βλ. θρασύγλωσσος. [ΕΤΥΜΟΛ. < θρασύ * + γλωττος < γλώττα, αττ. τ. τού γλώσσα] …   Dictionary of Greek

  • ταχυγλωττία — ἡ, Μ ταχυγλωσσία. [ΕΤΥΜΟΛ. < ταχυ * + γλωττία (< γλωττος < γλῶττα / γλῶσσα), πρβλ. θρασυ γλωττία] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”