θρασύνω

θρασύνω

θρασύνω (vgl. ϑαρσύνω), kühn machen, ermuthigen; βροτούς Aesch. Ag. 265; pass., πρὶν ὅρμῳ ναῦν ϑρασυνϑῆναι Suppl. 753, ehe das Schiff durch die Rhede Sicherheit erlangt; πλήϑει τὴν ἀμαϑίαν ϑρασύνοντες, durch die Menge gewannen sie trotz ihrer Unerfahrenheit Muth, Thuc. 1, 142. Häufig med. kühn, dreist sein u. handeln; διδάσκου μὴ ϑρασύνεσϑαι κακοῖς Soph. Phil. 1373; μηδὲν ϑρασύνου Eur. Hec. 1183; ϑρασυνόμενοι τὸν πόλεμον ἤγειραν, muthig, Plat. Legg. III, 685 c; tadelnd, ἀσελγαίνων καὶ ϑρασυνόμενος IX, 879 d; Thuc. 5, 142; ἐφ' οἷς ἐϑρασύναντο Isocr. 5, 23; ϑρασυνάμενος ὑπὲρ ἐμαυτοῦ 4, 12, freimüthig, dreist sprechen; πρός τι, gegen Etwas, Luc. pro merc. cond. 6; λαιμαργία ἀϑεότητι ϑρασυνομένη Plut. adv. Col. 3. – Bei Pol. 4, 31, 4 ist ϑρασύνειν τι = mit Etwas prahlen.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • θρασύνω — (ΑΜ θρασύνω) [θρασύς] καθιστώ κάποιον θρασύ, αποθρασύνω μσν. αρχ. παθ. θρασύνομαι παίρνω υπερβολικό θάρρος, γίνομαι αυθάδης αρχ. 1. καυχιέμαι για κάτι, κομπάζω 2. (μέσ. και παθ.). α) αποκτώ θάρρος, τολμώ να κάνω κάτι β) φρ. «πρὶν ὅρμῳ ναῡν… …   Dictionary of Greek

  • θρασύνω — θράσυνα, θρασύνθηκα, κάνω κάποιον θρασύ …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • θρασυνθέντα — θρασύνω embolden aor part pass neut nom/voc/acc pl θρασύνω embolden aor part pass masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θρασῦνον — θρασύνω embolden pres part act masc voc sg θρασύνω embolden pres part act neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θρασυνθεῖεν — θρασύνω embolden aor opt pass 3rd pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θρασυνθεῖσα — θρασύνω embolden aor part pass fem nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θρασυνθείη — θρασύνω embolden aor opt pass 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θρασυνθείς — θρασύνω embolden aor part pass masc nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θρασυνθῆναι — θρασύνω embolden aor inf pass …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θρασυνθῇ — θρασύνω embolden aor subj pass 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θρασυνθῇς — θρασύνω embolden aor subj pass 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”