- θρασύ-χειρ
θρασύ-χειρ, mit kühner Faust, Philp. 25 (VII, 234).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
θρασύ-χειρ, mit kühner Faust, Philp. 25 (VII, 234).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
θρασύχειρ — θρασύχειρ, ος, ὁ, ἡ (Α) 1. δυνατός στα χέρια, χεροδύναμος 2. (για πυγμαχία) βίαιος. [ΕΤΥΜΟΛ. < θρασυ * + χειρ (< χειρ), πρβλ. αυτό χειρ, μονό χειρ] … Dictionary of Greek
καθαροχειρία — καθαροχειρία, ἡ (Μ) το να έχει κάποιος χέρια καθαρά και αγνά. [ΕΤΥΜΟΛ. < καθαρός + χειρία (< χειρ < χείρ), πρβλ. θρασυ χειρία, πολυ χειρία] … Dictionary of Greek
θρασύχειρος — θρασύχειρος, ὁ (Α) θρασύχειρ*. [ΕΤΥΜΟΛ. < θρασυ * + χειρος (< χειρ), πρβλ. εξά χειρος, ιδιό χειρος] … Dictionary of Greek