- θρασύ-φρων
θρασύ-φρων, ον, kühnherzig, Opp. Hal. 1, 112 Qu. Sm. 1, 4, öfter.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
θρασύ-φρων, ον, kühnherzig, Opp. Hal. 1, 112 Qu. Sm. 1, 4, öfter.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
θρασύφρων — θρασύφρων, ον (Α) αυτός που έχει τολμηρό φρόνημα, ο γενναιόψυχος. [ΕΤΥΜΟΛ. < θρασυ * + φρων (< φρην, ενός), πρβλ. ά φρων, παρά φρων] … Dictionary of Greek