θρασύτης

θρασύτης

θρασύτης, ητος, ἡ, Keckheit, Kühnheit; Thuc. 2, 61; nach Plat. Defin. 416 ὑπερβολὴ ϑράσους; Ggstz δειλία, Tim. 87 a; den plur. braucht Isocr. 4, 27.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • θρασύτης — over boldness fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θρασύτητα — θρασύτης over boldness fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θρασύτητας — θρασύτης over boldness fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θρασύτητες — θρασύτης over boldness fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θρασύτητι — θρασύτης over boldness fem dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θρασύτητος — θρασύτης over boldness fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • боуѥсть — БОУѤСТ|Ь (43), И с. 1.Удаль, отвага, неустрашимость: имь же чтетсѩ [жертвенной кровью] б҃гыни. и си же д҃ва. ти же бо и. малакию чтоша. и буесть почтоша. (ϑρασύτητα) ГБ XIV, 16а; аще лучитсѩ и дв҃цамъ послужити арѳемидѣ. нагы не закрывающе… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • напрасньство — (13), А с. 1.Вспыльчивость, горячность: Иже причьтьникъ. въ сварѣ кого ѹдаривъ и отъ единого ѹдарени˫а ѹбиѥть. да извьржетьсѧ. за напрасньство своѥ. (διὰ τὴν πρоπέτειαν) КЕ XII, 18б; не помѧни г҃и... лѣностии моихъ и напрасньства. СбЯр XIII, 62;… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • γιγαντικός — ή, ό (Α γιγαντικός, ή, όν) αυτός που αναφέρεται ή ταιριάζει σε γίγαντες αρχ. τερατώδης, απάνθρωπος(«γιγαντική θρασύτης») …   Dictionary of Greek

  • θρασύτητα — (Νομ.). Ποινικό αδίκημα που αναφέρεται στις απαγορευμένες υπαίθριες συναθροίσεις και αναλύεται σε δύο εγκλήματα, αντίστοιχα: την απλή συμμετοχή σε απαγορευθείσα συνάθροιση και την μη απομάκρυνση από συνάθροιση (τυχαία ή μη) έπειτα από τριπλή… …   Dictionary of Greek

  • συναγείρω — ΝΜΑ συναθροίζω, συνάγω (α. «μπόρεσαν να συναγείρουν όλο τον κόσμο» β. «ξυνήγειρε θεοὺς πάντας ἐς τὴν... οἴκησιν», Πλάτ.) νεοελλ. καλώ αιφνιδίως σε σύναξη, σηκώνω στο πόδι αρχ. 1. μαζεύω στράτευμα («συναγείραντες τοὺς συμμάχους», Πολ.) 2. φέρνω… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”