θρασύ-στομος

θρασύ-στομος

θρασύ-στομος, kühn, keck redend; neben ἀνόσιος Aesch. Spt. 694, vgl. Ag. 1372.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • θρασύστομος — θρασύστομος, ον (Α) αυθάδης, αυτός που μιλά αλαζονικά. [ΕΤΥΜΟΛ. < θρασυ * + στομος (< στόμα), πρβλ. αμφί στομος, μεγαλό στομος] …   Dictionary of Greek

  • ισχυρόστομος — ἰσχυρόστομος, ον (Α) (για πτηνό) αυτό που έχει ισχυρό ράμφος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσχυρός + στομος (< στόμα), πρβλ. αυθαδό στομος, θρασύ στομος] …   Dictionary of Greek

  • χαλκόστομος — ον, Α (ποιητ. τ.) 1. αυτός που έχει χάλκινο στόμιο («χαλκοστόμου κώδωνος», Σοφ.) 2. αυτός που έχει χάλκινη αιχμή. [ΕΤΥΜΟΛ. < χαλκ(ο) * + στομος (< στόμα), πρβλ. θρασύ στομος, στενό στομος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”