θρασύ-σπλαγχνος

θρασύ-σπλαγχνος

θρασύ-σπλαγχνος, von kühnem Innern, kühnherzig, Eur. Hipp. 426. – Adv., Aesch. Prom. 732.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • θρασύσπλαγχνος — θρασύσπλαγχνος, ον (Α) γενναιόκαρδος, άφοβος. επίρρ... θρασυσπλάγχνως (Α) επίρρ. άφοβα. [ΕΤΥΜΟΛ. < θρασυ * + σπλαγχνος < σπλάγχνα (πρβλ. εύ σπλαγχνος, μεγαλό σπλαγχνος)] …   Dictionary of Greek

  • κακόσπλαγχνος — κακόσπλαγχνος, ον (Α) μικρόψυχος, δειλός, άνανδρος. επίρρ... κακοσπλάγχνως (Μ) άνανδρα, δειλά. [ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο) * + σπλαγχνος (< σπλάγχνον), πρβλ. βαρύ σπλαγχνος, θρασύ σπλαγχνος] …   Dictionary of Greek

  • χαλκόσπλαγχνος — ον, Α μτφ. σκληρόκαρδος. [ΕΤΥΜΟΛ. < χαλκ(ο) * + σπλαγχνος (< σπλάγχνον), πρβλ. θρασύ σπλαγχνος, μεγαλό σπλαγχνος] …   Dictionary of Greek

  • μεγαλόσπλαγχνος — μεγαλόσπλαγχνος, ον (Α) 1. αυτός που έχει μεγάλο το υπογάστριο 2. αυτός που έχει μεγάλα σπλάγχνα 3. αυτός που προκαλεί εξόγκωση στα σπλάγχνα («οἶνος μεγαλόσπλαγχνος σπληνὸς καὶ ἥπατος», Ιπποκρ.) 4. μεγαλόψυχος. [ΕΤΥΜΟΛ. < μεγαλ(ο) * + σπλάγχνα …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”