θρασυ-εργός

θρασυ-εργός

θρασυ-εργός, muthig handelnd, Nonn. D. 35, 365.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • θρασυεργός — θρασυεργός, όν (Α) αυτός που ενεργεί με θάρρος, ο τολμηρός. [ΕΤΥΜΟΛ. < θρασυ * + εργός (< έργον), πρβλ. αμπελο εργός, ξυλο εργός] …   Dictionary of Greek

  • ταχυεργός — ό / ταχυεργός, όν, ΝΜΑ Ο γρήγορος στη διεκπεραίωση ενός έργου αρχ. 1. ευσπευσμένος, βιαστικός 2. ασταθής. [ΕΤΥΜΟΛ. < ταχυ + εργός (< ἔργον*), πρβλ. θρασυ εργός] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”