- θρασυ-γλωττία
θρασυ-γλωττία, ἡ, Keckzüngigkeit, Poll. 2, 108.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
θρασυ-γλωττία, ἡ, Keckzüngigkeit, Poll. 2, 108.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ταχυγλωττία — ἡ, Μ ταχυγλωσσία. [ΕΤΥΜΟΛ. < ταχυ * + γλωττία (< γλωττος < γλῶττα / γλῶσσα), πρβλ. θρασυ γλωττία] … Dictionary of Greek