- θρασυ-χάρμης
θρασυ-χάρμης, ὁ, kühn im Kampfe, Qu. Sm. 4, 502. 7, 511.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
θρασυ-χάρμης, ὁ, kühn im Kampfe, Qu. Sm. 4, 502. 7, 511.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
θρασυχάρμης — θρασυχάρμης, ὁ (Α) τολμηρός στη μάχη. [ΕΤΥΜΟΛ. < θρασυ * + χάρμης (< χάρμα < χαίρω), πρβλ. ιππο χάρμης, σιδηρο χάρμης] … Dictionary of Greek
ιππιοχάρμης — ἱππιοχάρμης, ὁ (Α) 1. αυτός που μάχεται πάνω σε άρμα 2. αναβάτης ίππου, ιππέας 3. φρ. ως επίθ. «ἱππιοχάρμης κλόνος» ο θόρυβος τής συμπλοκής τών ιππέων (Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ἵππιος + χάρμης (< χάρμη «χαρά, ενθουσιασμός» < χαίρω), πρβλ.… … Dictionary of Greek