- θρασυ-χειρία
θρασυ-χειρία, ἡ, Kühnheit mit der Faust, Poll. 2, 148.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
θρασυ-χειρία, ἡ, Kühnheit mit der Faust, Poll. 2, 148.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
καθαροχειρία — καθαροχειρία, ἡ (Μ) το να έχει κάποιος χέρια καθαρά και αγνά. [ΕΤΥΜΟΛ. < καθαρός + χειρία (< χειρ < χείρ), πρβλ. θρασυ χειρία, πολυ χειρία] … Dictionary of Greek