- βορβορο-τάραξις
βορβορο-τάραξις, ὁ, Schlammaufrührer, Wirbelkopf, Ar. Equ. 309.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
βορβορο-τάραξις, ὁ, Schlammaufrührer, Wirbelkopf, Ar. Equ. 309.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
βορβοροτάραξις — βορβοροτάραξις, ο (Α) (ο Αριστοφάνης για τον Κλέωνα, με διπλή κωμική σημασία) 1. αυτός που ανακατεύει τον βόρβορο 2. αυτός που έχει σχέσεις με κίναιδους, ο σκατοσπρώχτης. [ΕΤΥΜΟΛ. < βόρβορος + τάραξις < ταράσσω] … Dictionary of Greek