- βορβορο-κοίτης
βορβορο-κοίτης, ὁ, Schlammlieger, Froschname, Batrach. 228.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
βορβορο-κοίτης, ὁ, Schlammlieger, Froschname, Batrach. 228.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ημεροκοίτης — ἡμεροκοίτης, ὁ (Α) είδος ψαριού. [ΕΤΥΜΟΛ. < ήμερος + κοίτης (< κοίτη), πρβλ. ανεμο κοίτης, βορβορο κοίτης] … Dictionary of Greek