- μορμορύζω
μορμορύζω, = Vorigem, Phot. erkl. ἐκφοβεῖν.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μορμορύζω, = Vorigem, Phot. erkl. ἐκφοβεῖν.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μορμορύζει — μορμορύζω pres ind mp 2nd sg μορμορύζω pres ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μορμόρυξις — μορμόρυξις, ἡ (Α) [μορμορύζω] εκφοβισμός … Dictionary of Greek
μορμορύττει — μορμορύσσει , μορμορύζω aor subj act 3rd sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)