δοχή

δοχή

δοχή, , die Aufnahme; – a) Bewirthung, Macho bei Ath. VIII, 348 f; N. T. – b) von Gefäßen im Körper, χολῆς Eur. El. 828; vgl. Plat. Tim. 71 c.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • δοχή — δοχή, η (AM) 1. δοχείο 2. υποδοχή, δεξίωση μσν. 1. εισφορά 2. ενέδρα …   Dictionary of Greek

  • δοχή — receptacle fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δοχῇ — δοχῆι , δοχεύς recipient masc dat sg (epic ionic) δοχή receptacle fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δοχαῖς — δοχή receptacle fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δοχαί — δοχή receptacle fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δοχήν — δοχή receptacle fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δοχῶν — δοχή receptacle fem gen pl δοχός containing masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θραυσματοδόχη — ή πρόχωμα ή προπέτασμα για προφύλαξη από θραύσματα οβίδων. [ΕΤΥΜΟΛ. < θραύσμα, τος + δόχη (< δόχος < δέχομαι), πρβλ. κομβιο δόχη, τεφρο δόχη] …   Dictionary of Greek

  • ιλυοδόχη — η στόμιο υπονόμου ή οχετού το οποίο βρίσκεται στα άκρα τών πεζοδρομίων και χρησιμεύει για να συγκεντρώνει τα νερά τών βροχών. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰλύς, ύος + δόχη (< δέχομαι), πρβλ. αμμο δόχη, καπνο δόχη] …   Dictionary of Greek

  • καλαμοδόχη — η δοχείο όπου τοποθετούσαν τα καλάμια τής υφαντικής, τα πηνία, τα μασούρια. [ΕΤΥΜΟΛ. < καλάμι + δόχη (< δέχομαι), πρβλ. αμμο δόχη, τεφρο δόχη] …   Dictionary of Greek

  • καπνοδόχη — ἡ (Α καπνοδόχη) νεοελλ. η καπνοδόχος αρχ. η καπνοδόκη*. [ΕΤΥΜΟΛ. < καπνός + δόχη (< δέχομαι), πρβλ. ιο δόχη, κυμινο δόχη] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”