- δοχήϊον
δοχήϊον, τό, ion. u. poet. = δοχεῖον; μέλανος σταϑεροῖο, Tintenfaß, Paul. Sil. 52 (VI, 66).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
δοχήϊον, τό, ion. u. poet. = δοχεῖον; μέλανος σταϑεροῖο, Tintenfaß, Paul. Sil. 52 (VI, 66).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
δοχήιον — δοχήϊον , δοχήιον holder neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δοχείο — το (AM δοχεῑον Α και δοχήιον) [δέχομαι] σκεύος όπου τοποθετούνται ρευστές κυρίως ουσίες, αγγείο μσν. νεοελλ. αποθήκη τροφίμων σε μοναστήρι νεοελλ. 1. ουροδοχείο, αγγείο 2. «δοχείο πάσης ρυπαρότητος» κακοηθέστατος, λέρα, καθίκι μσν. 1. χτιστός… … Dictionary of Greek
δοχεῖα — δοχεῖον holder neut nom/voc/acc pl δοχήιον holder neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δοχεῖον — holder neut nom/voc/acc sg δοχήιον holder neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δοχείοις — δοχεῖον holder neut dat pl δοχήιον holder neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δοχείου — δοχεῖον holder neut gen sg δοχήιον holder neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δοχείων — δοχεῖον holder neut gen pl δοχήιον holder neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δοχείῳ — δοχεῖον holder neut dat sg δοχήιον holder neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δοχήια — δοχήϊα , δοχήιον holder neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)