- δουρί-πληκτος
δουρί-πληκτος, ion. u. poet. = δορίπληκτος; λάφυρα Aesch. Spt. 278, wo Porson δουρίληπτα conj., Schol. διὰ τοῦ δορὸς σκυλευϑέντα.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
δουρί-πληκτος, ion. u. poet. = δορίπληκτος; λάφυρα Aesch. Spt. 278, wo Porson δουρίληπτα conj., Schol. διὰ τοῦ δορὸς σκυλευϑέντα.
http://www.zeno.org/Pape-1880.