- δουράτεος
δουράτεος, hölzern; bei Homer zweimal, δ. ἵππος, das hölzerne Pferd von Troja, Od. 8, 493. 512, was δ. παγίς heißt Agath. 63 (IX, 152); πύργος Ap. Rh. 2, 1017, u. a. Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
δουράτεος, hölzern; bei Homer zweimal, δ. ἵππος, das hölzerne Pferd von Troja, Od. 8, 493. 512, was δ. παγίς heißt Agath. 63 (IX, 152); πύργος Ap. Rh. 2, 1017, u. a. Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
δουράτεος — δουράτεος, α και η, ον (Α) ξύλινος … Dictionary of Greek
δουράτεος — of planks masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δουρατέων — δουράτεος of planks fem gen pl δουράτεος of planks masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δουράτεον — δουράτεος of planks masc acc sg δουράτεος of planks neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δουρατέαισι — δουράτεος of planks fem dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δουρατέη — δουράτεος of planks fem nom/voc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δουρατέην — δουράτεος of planks fem acc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δουρατέης — δουράτεος of planks fem gen sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δουρατέοιο — δουράτεος of planks masc/neut gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δουρατέοις — δουράτεος of planks masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δουρατέοισι — δουράτεος of planks masc/neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)