δουρο-θήκη

δουρο-θήκη

δουρο-θήκη, , dasselbe, Poll. 1, 136.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • δόρυ — Μακρύ κοντάρι με αιχμηρό άκρο, που το χρησιμοποίησαν ως όπλο οι λαοί της αρχαιότητας και είναι διαδεδομένο ακόμα και σήμερα σε πρωτόγονες φυλές. Για να έχει πιο αποτελεσματική και μακρόχρονη χρήση, το άκρο του δ. ήταν ενισχυμένο, από πολύ παλιά,… …   Dictionary of Greek

  • λογχοδόκη — η δερμάτινη θήκη τής σαγής τών λογχοφόρων ιππέων μέσα στην οποία στηριζόταν το κάτω άκρο τής λόγχης κατά την πορεία, αλλ. λογχοφόριο. [ΕΤΥΜΟΛ. < λόγχος + δόκη (< δέχομαι), πρβλ. δουρο δόκη, οψο δόκη. Η λ. μαρτυρείται από το 1870 στον Γρ.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”