- δουρί-φατος
δουρί-φατος, vom Speere getödtet, Opp. Hal. 4, 556.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
δουρί-φατος, vom Speere getödtet, Opp. Hal. 4, 556.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
φατός — (I) ή, όν, Α 1. αυτός για τον οποίο γίνεται λόγος 2. αυτός για τον οποίο πρέπει ή μπορεί να γίνει λόγος («τὸ μήτε φατὸν μήτε ῥητὸν κάλλος», Πλούτ.) 3. μτφ. περίφημος, ξακουστός. επίρρ... φατῶς Α ρητώς. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. φᾰ τής συνεσταλμένης… … Dictionary of Greek
οδυνήφατος — ὀδυνήφατος, ον (Α) αυτός που φονεύει την οδύνη, που απαλλάσσει κάποιον από τον πόνο («ὀδυνήφατα φάρμακα πάσσων ἠκέσατο», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀδύνη + φατος (< *φατός < θείνω* «σκοτώνω»), πρβλ. δουρί φατος, πυρί φατος. Το σύνθετο αυτό… … Dictionary of Greek
πρόσφατος — η, ο / πρόσφατος, ον, ΝΑ 1. (για γεγονός, πράξη, κατάσταση) αυτός που συνέβη πριν από λίγο, τελευταία (α. «στις πρόσφατες εκλογές δεν σημειώθηκε κανένα έκτροπο» β. «προσφάτους... εὐεργεσίας», Πολ.) 2. καινούργιος, νέος (α. «οι πληγές είναι… … Dictionary of Greek
κηρίφατοι — κηρίφατοι, οἱ (Α) (κατά τον Ησύχ.) «ὅσοι νόσῳ τεθνήκασιν». [ΕΤΥΜΟΛ. < κήρ (I) + φατος (< φημί), πρβλ. δουρί φατος, πυρί φατος] … Dictionary of Greek
μυλήφατος — μυλήφατος, ον (ΑΜ) αλεσμένος στον μύλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < μύλη + φατος (< θείνω «φονεύω» για την εναλλαγή θ / φ βλ. λ. θείνω), πρβλ. αρηΐ φατος, δουρί φατος] … Dictionary of Greek
πυρίφατος — ον, Α αυτός που καταστράφηκε από φωτιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < πυρι (βλ. λ. πυρ) + φατος (< θείνω «φονεύω» για την εναλλαγή θ /φ βλ. λ. θείνω), πρβλ. δουρί φατος] … Dictionary of Greek