- δουρατό-γλυφος
δουρατό-γλυφος, aus Holz geschnitzt, στέγη Lycophr. 361.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
δουρατό-γλυφος, aus Holz geschnitzt, στέγη Lycophr. 361.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
χρυσόγλυφος — ον, Α χρυσοτόρευτος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο) * + γλυφος (< γλύφω), πρβλ. δουρατό γλυφος] … Dictionary of Greek