δουπήτωρ, ορος, ὁ, tosend od. tödtend, χαλκός, Agath. proleg. 59 (IV, 3).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
δουπήτωρ — δουπήτωρ, ο (Α) αυτός που παράγει δούπο, χτύπο … Dictionary of Greek
δουπήτορι — δουπήτωρ clattering masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)