- μνηστύς
μνηστύς, ύος, ἡ, ion. = μνηστεία, das Freien, Werben um eine Frau, μὴ καταισχύνητε δαῖτα καὶ μνηστύν, Od. 16, 294 u. öfter. – [Υ ist Od. 16, 294. 19, 13 lang, aber in den dreisylbigen Casus kurz.]
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μνηστύς, ύος, ἡ, ion. = μνηστεία, das Freien, Werben um eine Frau, μὴ καταισχύνητε δαῖτα καὶ μνηστύν, Od. 16, 294 u. öfter. – [Υ ist Od. 16, 294. 19, 13 lang, aber in den dreisylbigen Casus kurz.]
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μνηστύς — μνηστύς, ύος, ἡ (Α) ιων. τ. μνηστεία, αρραβώνας. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. μνησ (πρβλ. ἔ μνησ α αόρ. τού μνῶμαι*) + επίθημα τύς (πρβλ. δειπνησ τύς)] … Dictionary of Greek
μνηστύν — μνηστύς wooing fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μνηστύος — μνηστύς wooing fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-τυς — τυος, Α αρχαϊκό καταληκτικό σύστημα ρηματικών ονομάτων, δηλωτικών τού ποιού ενεργείας συνωνύμων τών θηλ. σε σις (πρβλ. βιβρώσκω: βρω τύς «βρώση», ἀλαόω: ἀλαω τύς «τύφλωση», βοάω: βοη τύς «βοή»). Η κατάληξη ανάγεται στην Ινδοευρωπαϊκή * tu /* tw… … Dictionary of Greek
μνώμαι — μνώμαι, άομαι (Α) 1. σκέπτομαι κάτι, συλλογίζομαι κάποιον («μνώοντ ὀλοοῑο φόβοιο», Ομ. Ιλ.) 2. στρέφω την προσοχή μου σε κάτι («οἱ δ ἄλλοι φύγαδε μνώοντο ἕκαστος;», Ομ. Ιλ.) 3. επιδιώκω να κερδίσω την αγάπη γυναίκας 4. ζητώ γυναίκα σε γάμο 5.… … Dictionary of Greek
gʷē̆ nā (*ĝhʷē̆nā) — gʷē̆ nā (*ĝhʷē̆nā) English meaning: woman, wife, *goddess Deutsche Übersetzung: “Weib, Frau” Grammatical information: gen. gʷn üs and *gʷen üs , also nom. gʷenǝ , gʷenī Note: Root gʷē̆ nü “ woman, wife, *goddess” could be… … Proto-Indo-European etymological dictionary