μνηστός — μνηστός, ή, όν (ΑΜ, Μ θηλ. και μνήστη) 1. αυτός που έχει μνηστευθεί 2. αυτός που είναι νόμιμα παντρεμένος μσν. 1. το αρσ. ως ουσ. ὁ μνηστός μνηστήρας, αρραβωνιαστικός 2. το θηλ. ως ουσ. ἡ μνηστή και μνήστη αρραβωνιαστικιά αρχ. αυτός που αξίζει να … Dictionary of Greek
μνηστῶν — μνηστός wooed and won fem gen pl μνηστός wooed and won masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μνηστόν — μνηστός wooed and won masc acc sg μνηστός wooed and won neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μνηστῆς — μνηστός wooed and won fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μνηστῇ — μνηστός wooed and won fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μνηστῇς — μνηστός wooed and won fem dat pl (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μνηστῇσι — μνηστός wooed and won fem dat pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μνηστῇσιν — μνηστός wooed and won fem dat pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μνηστή — μνηστός wooed and won fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μνηστήν — μνηστός wooed and won fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μνηστῷ — μνηστός wooed and won masc/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)