- μνηστευτικός
μνηστευτικός, zum Freien, zur Verlobung od. Heirath gehörig (?).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μνηστευτικός, zum Freien, zur Verlobung od. Heirath gehörig (?).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μνηστευτικός — ή, ό (Α μνηστευτικός, ή, όν) [μνηστεύω] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη μνηστεία ή αυτός που προέρχεται από τη μνηστεία … Dictionary of Greek