- δι-κόρυφος
δι-κόρυφος, dasselbe; πλαξ, σέλας, Eur. Bacch. 307 Phoen. 235; Ἰταλία Strab. 2, 4, 8. Bei Arist. H. A. 1, 7 u. Poll. 2, 43 = mit doppeltem Scheitel der Haare.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
δι-κόρυφος, dasselbe; πλαξ, σέλας, Eur. Bacch. 307 Phoen. 235; Ἰταλία Strab. 2, 4, 8. Bei Arist. H. A. 1, 7 u. Poll. 2, 43 = mit doppeltem Scheitel der Haare.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κόρυφος — κόρυφος, ὁ (Α) 1. υψηλό σημείο, κορυφή 2. (κατά τον Ησύχ.) γυναικείος κότσος 3. χαϊδευτική ονομασία παιδιού. [ΕΤΥΜΟΛ. Σπάνιος παρλλ. τ. τής λ. κορυφή] … Dictionary of Greek
κόρυφος — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κόρυφον — κόρυφος masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ισοκόρυφος — ἰσοκόρυφος, ον (Α) 1. αυτός που έχει ίση κορυφή, ίσο ύψος, ισοϋψής 2. μτφ. αυτός που έχει ίση αξία, ίση σημασία με κάποιον άλλο, ισάξιος, ισοδύναμος («ἰσοκόρυφοι πόλεις», Δίον. Αλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο) * + κόρυφος (< κορυφή), πρβλ. μεγαλο… … Dictionary of Greek
κατακόρυφος — η, ο, θηλ. και ος 1. αυτός που έχει διεύθυνση προς το κέντρο τής γής, αυτός που έχει τη διεύθυνση τού νήματος τής στάθμης 2. το θηλ. ως ουσ. η κατακόρυφος νοητή γραμμή που τέμνει την ουράνια σφαίρα κατά τα δύο εκ διαμέτρου αντίθετα σημεία της… … Dictionary of Greek
τετρακόρυφος — η, ο / τετρακόρυφος, ον ΝΜ αυτός που έχει τέσσερεις κορυφές νεοελλ. φρ. «πλήρες τετρακόρυφο» μαθημ. το σχήμα που ορίζεται από τέσσερα συνεπίπεδα και όχι συνευθειακά ανά τρία σημεία και από έξι ευθύγραμμα τμήματα που συνδέουν τα σημεία ανά δύο.… … Dictionary of Greek
τρικόρυφος — η, ο / τρικόρωφος, ον, ΝΑ, και τρίκορφος, η, ο, Ν αυτός που έχει τρεις κορυφές. [ΕΤΥΜΟΛ. < τρι * + κόρυφος / κορφος (< κορυφή / κορφή), πρβλ. δι κόρυφος / δί κορφος] … Dictionary of Greek
ακροκόρυφος — η, ο (Μ ἀκροκόρυφος, ον) 1. ο πανύψηλος 2. το ουδ. ως ουσ. το άκρο τής κορυφής, το ψηλότερο σημείο μσν. το αποκορύφωμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀκρο (Ι) + κόρυφος < κορυφή] … Dictionary of Greek
αμβλυκόρυφος — η, ο (για κωνοειδή πράγματα) αυτός που έχει αμβλεία, πλατυσμένη την κορυφή. [ΕΤΥΜΟΛ. < αμβλύς + κόρυφος < κορυφή] … Dictionary of Greek
κορυφή — Το ανώτατο άκρο, το ύψιστο σημείο· η κ. ενός βουνού. (Μαθημ.) Το ακραίο σημείο ενός σχήματος: κ. τριγώνου, πολυγώνου, πολυέδρου, καμπύλης επιφάνειας κλπ. Έτσι, προκειμένου, για παράδειγμα, για την έλλειψη και την υπερβολή, οι τομές με τους άξονές … Dictionary of Greek
κόροιφος — κόροιφος, ον (δ. γρφ. κόρυφος) (Α) αυτός που διαφθείρει τα κορίτσια. [ΕΤΥΜΟΛ. < κόρη + οιφος (< οἴφω «συνουσιάζομαι»), πρβλ. φίλ οιφος] … Dictionary of Greek