δι-κόρυμβος

δι-κόρυμβος

δι-κόρυμβος, zweigipflig; Παρνασσός Luc. Char. 5; Philostr.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • κόρυμβος — uppermost point masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κόρυμβος — Το ακρότατο σημείο βουνού καθώς και πλοίου (ακροστόλιο)· επίσης, ο γυναικείος κότσος. (Αστρον.) Βλ. λ. άπηξ. (Βοταν.) Ένας από τους τύπους των βοτρυωδών (μονοποδιακών) ταξιανθιών των φυτών, όπου οι μίσχοι των χαμηλότερων στον βλαστό λουλουδιών ή… …   Dictionary of Greek

  • κορύμβοις — κόρυμβος uppermost point masc dat pl κόρυμβος uppermost point neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κορύμβων — κόρυμβος uppermost point masc gen pl κόρυμβος uppermost point neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κορύμβου — κόρυμβος uppermost point masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κορύμβους — κόρυμβος uppermost point masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κορύμβῳ — κόρυμβος uppermost point masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κόρυμβα — κόρυμβος uppermost point neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κόρυμβοι — κόρυμβος uppermost point masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κόρυμβον — κόρυμβος uppermost point masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ταξιανθία — Σύνολο ανθών, που είναι ενωμένα και διατεταγμένα κατά διάφορο τρόπο για κάθε είδος φυτού. Η τ. είναι χαρακτηριστική για καθένα από τα είδη αυτά. Κάθε τ. φέρεται από ένα μίσχο που συνεχίζεται στον κύριο άξονά της, επάνω στον οποίο προσφύονται… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”