δι-κωπία

δι-κωπία

δι-κωπία, , Doppelruder; Luc. Contempl. 1; Schol. Thuc. 4, 67.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • κωπία — η [κώπη] μία κίνηση τού κουπιού, η κουπιά …   Dictionary of Greek

  • κωπία — κωπίον false ribs neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κωπίον — κωπίον, τὸ (Α) [κώπη] 1. μικρή κώπη 2. στον πληθ. τὰ κωπία οι νόθες πλευρές τού θώρακα …   Dictionary of Greek

  • κώπη — η (AM κώπη) το κουπί αρχ. 1. λαβή εργαλείου ή άλλου αντικειμένου, χερούλι 2. παροιμ. «παραπέμπειν ἐφ ἔνδεκα κώπαις» συνοδεύω με όλες τις τιμές. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. συνδέεται πιθ. με το κάπτω* και με λατ. capulus «κουπί». ΠΑΡ. κωπεών, κωπητήρ αρχ.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”