- μεμβράνα
μεμβράνα, ἡ, das lat. membrana, Haut, Pergament, N. T.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μεμβράνα, ἡ, das lat. membrana, Haut, Pergament, N. T.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μεμβράνα — μεμβράνᾱ , μεμβράνα membrana fem nom/voc/acc dual μεμβράνᾱ , μεμβράνα membrana fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεμβράνα — και μεμβράνη, η (ΑM μεμβράνα) λεπτό κατεργασμένο δέρμα ζώου που χρησιμοποιείται ως γραφική ύλη, η περγαμηνή («ἐρχόμενος φέρε, καὶ τὰ βιβλία, μάλιστα τὰς μεμβράνας», ΚΔ) νεοελλ. 1. λεπτό δέρμα, ύφασμα ή χαρτί που έχει διάφορες εφαρμογές και… … Dictionary of Greek
μέμβρανα — μέμβρανον membrana neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεμβράνας — μεμβράνᾱς , μεμβράνα membrana fem acc pl μεμβράνᾱς , μεμβράνα membrana fem gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεμβράναις — μεμβράνα membrana fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεμβράνη — μεμβράνα membrana fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεμβράινος — μεμβράϊνος και βεβράϊνος, ίνη, ον (Μ) αυτός που αναφέρεται στη μεμβράνα ή αυτός που είναι κατασκευασμένος από μεμβράνα. [ΕΤΥΜΟΛ. < *μεμβράνινος (< μεμβράνα), με ανομοιωτική αποβολή τού πρώτου ν , Ο τ. βεβράϊνος (< μεμβράϊνος) με… … Dictionary of Greek
μέμβρανον — μέμβρανον, τὸ (ΑM, Μ και βέμβρανον) μεμβράνα, περγαμηνή. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. membranum (βλ. λ. μεμβράνα). Ο τ. βέμβρανον με αφομοιωτική τροπή τού πρώτου μ σε β ] … Dictionary of Greek
μέμβρινος — και βέβρινος και μέμπρινος, ίνη, ον (Μ) 1. κατασκευασμένος από μεμβράνα, από περγαμηνή 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ βέβρινον η περγαμηνή. [ΕΤΥΜΟΛ. < μεμβράνα + κατάλ. ινος. Ο τ. βέβρινος με ανομοιωτική αποβολή τού δεύτερου μ και αφομοιωτική τροπή τού … Dictionary of Greek
μεμβράνιο — το [μεμβράνα] το λεπτότατο εξωτερικό στρώμα τής μεμβράνας τών κυττάρων, αλλ. υμένιο … Dictionary of Greek
μεμβρανόφωνο — το κάθε μουσικό όργανο στο οποίο δονείται μια τεντωμένη μεμβράνα προκειμένου να παραχθεί ήχος … Dictionary of Greek