- μεμβράδιον
μεμβράδιον, τό, dim. von μεμβράς, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μεμβράδιον, τό, dim. von μεμβράς, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μεμβράδιον — και μεμβρίδιον, τὸ (Α) [μεμβράς] υποκορ. τού μεμβράς … Dictionary of Greek
μεμβρίδιον — μεμβρίδιον, τὸ (Α) βλ. μεμβράδιον … Dictionary of Greek