- μεμβράς
μεμβράς, άδος, ἡ, eine kleine, nicht geschätzte Sardellenart; Ar. Vesp. 493; Antiphan. bei Ath. VII, 287 e. Vgl. βεμβράς.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μεμβράς, άδος, ἡ, eine kleine, nicht geschätzte Sardellenart; Ar. Vesp. 493; Antiphan. bei Ath. VII, 287 e. Vgl. βεμβράς.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μεμβράς — μεμβράς, άδος, ἡ (Α) είδος μικρής άφυας. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. πιθ. προέρχεται από τον τ. βεμβράς* «είδος άφυας, αθερίνας», με ανομοιωτική τροπή τού β σε μ ] … Dictionary of Greek
μεμβράς — sprat fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεμβράδα — μεμβράς sprat fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεμβράδας — μεμβράς sprat fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεμβράδες — μεμβράς sprat fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεμβράδι — μεμβράς sprat fem dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεμβράδος — μεμβράς sprat fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεμβράδων — μεμβράς sprat fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεμβράσι — μεμβράς sprat fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεμβράδιον — και μεμβρίδιον, τὸ (Α) [μεμβράς] υποκορ. τού μεμβράς … Dictionary of Greek
μεμβραδοπώλης — μεμβραδοπώλης, ὁ (Α) ο πωλητής μεμβράδων. [ΕΤΥΜΟΛ. < μεμβράς, άδος «είδος μικρού ψαριού» + πώλης (< πωλῶ)] … Dictionary of Greek