- βεμβράς
βεμβράς, άδος, ἡ, eine Sardellenart, com. Ath. VII, 287 u. öfter (βεβράδες s. L.); vgl. μεμβράς.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
βεμβράς, άδος, ἡ, eine Sardellenart, com. Ath. VII, 287 u. öfter (βεβράδες s. L.); vgl. μεμβράς.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
βεμβράς — fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βεμβράδα — βεμβράς fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βεμβράδας — βεμβράς fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βεμβράδες — βεμβράς fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βεμβράδι — βεμβράς fem dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βεμβράδος — βεμβράς fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βεμβράδων — βεμβράς fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βεμβράσι — βεμβράς fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βεμβράσιν — βεμβράς fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βεμβράδ' — βεμβράδα , βεμβράς fem acc sg βεμβράδι , βεμβράς fem dat sg βεμβράδε , βεμβράς fem nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεμβράς — μεμβράς, άδος, ἡ (Α) είδος μικρής άφυας. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. πιθ. προέρχεται από τον τ. βεμβράς* «είδος άφυας, αθερίνας», με ανομοιωτική τροπή τού β σε μ ] … Dictionary of Greek