- μεγά-τῑμος
μεγά-τῑμος, = μεγαλότιμος, Ael. V. H. 8, 7.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μεγά-τῑμος, = μεγαλότιμος, Ael. V. H. 8, 7.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μεγάτιμος — η, ο (Α μεγάτιμος, ον) νεοελλ. (για πρόσωπα) αυτός που είναι πολύ τιμημένος, που τιμάται ιδιαιτέρως, πολυτίμητος («μεγάτιμος εθνικός ευεργέτης») αρχ. αυτός που έχει μεγάλη τιμή, μεγαλότιμος, πολύτιμος («ὑφῆς βαρβαρικῆς μεγαλοτίμου», Αιλ.).… … Dictionary of Greek
μεγιστότιμος — μεγιστότιμος, ον (Α) πάρα πολύ τιμημένος, εντιμότατος («τόδ ἐν θεσμίοις Δίκας γέγραπται μεγιστοτίμου», Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μέγιστος + τιμος (< τιμή), πρβλ. μεγά τιμος] … Dictionary of Greek
τιμή — Όρος με τον οποίο χαρακτηρίζεται η ποσότητα χρήματος που δίνεται σε αντάλλαγμα αγαθών ή υπηρεσιών ή, πιο συγκεκριμένα, η αξία των αγαθών και των υπηρεσιών εκφραζόμενη σε χρήμα. Συχνά, αντί για τη λέξη τ., προτιμούν να χρησιμοποιούν, ειδικά στην… … Dictionary of Greek