- μεγά-τολμος
μεγά-τολμος, = μεγαλότολμος, Maneth. 3, 49.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μεγά-τολμος, = μεγαλότολμος, Maneth. 3, 49.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μεγάτολμος — μεγάτολμος, ον (Α) αυτός που έχει μεγάλη τόλμη, ο εξαιρετικά θαρραλέος. [ΕΤΥΜΟΛ. < μεγα * + τόλμη (πρβλ. παρά τολμος)] … Dictionary of Greek