- νειάτιος
νειάτιος, sp. poet, = νέατος, Maneth. 6, 738.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
νειάτιος, sp. poet, = νέατος, Maneth. 6, 738.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
νειάτιος — νειάτιος, ίη, ον (Α) βλ. νέατος (Ι) … Dictionary of Greek
νειατίην — νειάτιος fem acc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νειατίῳ — νειάτιος masc/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νέατος — (I) νέατος, άτη, ον και νειάτιος, ίη, ον, επικ. και ιων. τ. νείατος, αρκαδ. τ. νήατος, άτη, ον και συνηρ. νῆτος, η, ον (Α) 1. έσχατος, τελευταίος («τὰς νεάτας πλευράς», Ιπποκρ.) 2. κατώτατος, χαμηλότατος («οἱ δὲ Ζέλειαν ἔναιον ὑπαὶ πόδα νείατον… … Dictionary of Greek