νεκάς — νεκάς, άδος, ἡ (Α) στον πληθ. αἱ νεκάδες οι σκιές, οι ψυχές τών νεκρών αρχ. 1. σωρός πτωμάτων τα οποία έχουν τοποθετηθεί κατά σειρά 2. στον πληθ. τάξη, σωρός. [ΕΤΥΜΟΛ. < νέκες + κατάλ. άς, άδος (πρβλ. νιφ άς)] … Dictionary of Greek
νεκάδας — νεκάς heap of slain fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νεκάδες — νεκάς heap of slain fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νεκάδεσσι — νεκάς heap of slain fem dat pl (epic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νεκάδεσσιν — νεκάς heap of slain fem dat pl (epic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νεκάδι — νεκάς heap of slain fem dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νεκάδων — νεκάς heap of slain fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νεκυάς — νεκυάς, ἡ (Α) (κατά τον Ησύχ.) νεκάς*. [ΕΤΥΜΟΛ. < νέκυς «νεκρός» + κατάλ. άς] … Dictionary of Greek
nek̂- — nek̂ English meaning: death, dying; dead person Deutsche Übersetzung: “leibliche Todesvernichtung” Material: O.Ind. nasyati, nasati “geht verloren, verschwindet, vergeht”, nüs a yati “makes disappear, richtet zugrunde”… … Proto-Indo-European etymological dictionary