μιγάς

μιγάς

μιγάς, άδος, gemischt, vermischt; μιγάδα βάρβαρον στρατόν, Eur. Bacch. 1353, vgl. ib. 18; πολλοὶ ἔπιπτον μιγάδες, Andr. 1143; ἐκ πολλῶν ἐϑνῶν μιγάδες συλλεγέντες, Isocr. 4, 24; μιγάδες μισϑοφόροι, Pol. 4, 75, 6; Sp., als fem., μιγάδας λοιβάς, Ap. Rh. 3, 1210.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • μιγάς — mixed pell mell masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μιγάς — και μιγάδας ο και η, θηλ. και μιγάδα (ΑΜ μιγάς, άδος, ὁ και ἡ) αυτός που είναι προϊόν ανάμιξης, αναμεμιγμένος, σύμμικτος («μιγάσιν Ἕλλησι βαρβάροις θ ὁμοῡ» Ευρ.) νεοελλ. 1. (βιολ. ανθρωπολ.) άτομο που προέρχεται από τη διασταύρωση δύο γενετικά… …   Dictionary of Greek

  • μιγάδα — μιγάς mixed pell mell masc/fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μιγάδας — μιγάς mixed pell mell masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μιγάδες — μιγάς mixed pell mell masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μιγάδεσσιν — μιγάς mixed pell mell masc/fem dat pl (epic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μιγάδι — μιγάς mixed pell mell masc/fem dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μιγάδος — μιγάς mixed pell mell masc/fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μιγάδων — μιγάς mixed pell mell masc/fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μιγάσι — μιγάς mixed pell mell masc/fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μιγάσιν — μιγάς mixed pell mell masc/fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”