νικάριον

νικάριον

νικάριον, τό, eine Augensalbe, Alex. Trall.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • νικάριον — νικάριον, το (AM) μσν. 1. μικρό απεικόνισμα τής θεάς Νίκης στη μία όψη ρωμαϊκού νομίσματος αρχ. 1. απεικόνιση μικρής νίκης 2. η αντίθετη, από αυτήν που φέρει την παράσταση, όψη τού νομίσματος και γενικά η αντίθετη πλευρά τού νομίσματος 3. είδος… …   Dictionary of Greek

  • νικάριον — eye salve neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νικαρίοις — νικάριον eye salve neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νίκη — I Μυθολογική θεότητα. Ήταν η προσωποποίηση της ιδέας της νίκης, κόρη του γίγαντα Πάλλαντα και της Στυγός, που την πήγε στο Δία για να τον βοηθήσει στον αγώνα του εναντίον των Τιτάνων. Από τότε έμεινε για πάντα στον Όλυμπο με τον Δία. Η Ν. δεν… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”